αμεταστατον

αμεταστατον
    ἀμετάστατον
    ἀμετάστᾰτον
    τό незыблемость, неизменность, устойчивость, постоянство Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αμεταστατον" в других словарях:

  • ἀμετάστατον — ἀμετάστατος unchangeable masc/fem acc sg ἀμετάστατος unchangeable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμετάστατος — η, ο (Α ἀμετάστατος, ον) [μεθίστημι] αυτός που δεν μετατέθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετατεθεί, αμετάθετος, αναλλοίωτος, αμετάβλητος αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν εξαλείψει, να τόν εξαφανίσει 2. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμετάστατον… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՓՈԽԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0252 Chronological Sequence: 8c գ. τὸ ἁμετάστατον immutabilitas Իբր Անփոփոխութիւն. *Ըստ անփոխակցութեան գոլոյն նորա յինքենէ ամենայն իրօք. Դիոն. ածայ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»